περιώνυμος

περιώνυμος
η , ο [ος , ον ] см. περίφημος 1, 3

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "περιώνυμος" в других словарях:

  • περιώνυμος — far famed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιώνυμος — η, ο / περιώνυμος, ον ΝΜΑ εκείνος τού οποίου το όνομα είναι γνωστό παντού, ονομαστός, ξακουστός, περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν ώνυμος)] …   Dictionary of Greek

  • περιώνυμος — η, ο ο παντού ονομαστός, ο περίφημος, ο ξακουστός: Ο περιώνυμος ναός της θεάς Αθηνάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιώνυμον — περιώνυμος far famed masc/fem acc sg περιώνυμος far famed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωνύμου — περιώνυμος far famed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωνύμους — περιώνυμος far famed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωνύμων — περιώνυμος far famed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιωνύμῳ — περιώνυμος far famed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιώνυμα — περιώνυμος far famed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιώνυμε — περιώνυμος far famed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιώνυμοι — περιώνυμος far famed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»